ἄκοσμος

ἄκοσμος
ἄκοσμ-ος, ον,
A disorderly,

φυγή A.Pers. 470

;

ἄ. καὶ ταραχώδης νυκτομαχία Plu.Mar.20

:—in Hom. once,

ἔπεα ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη Il.2.213

. Adv.

-μως Hdt.7.220

, A.Pers.374, etc.
II κόσμος ἄ. a world that is no world, AP7.561 (Jul.), but in 9.323 (Antip.) of an inappropriate ornament.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄκοσμος — disorderly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκοσμος — η, ο (Α ἄκοσμος, ον) απρεπής, ανάρμοστος αρχ. 1. άτακτος, ακατάστατος 2. αστόλιστος 3. άσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόσμος. ΠΑΡ. ακοσμία αρχ. ἀκοσμήεις, ἀκοσμῶ] …   Dictionary of Greek

  • άκοσμος — η, ο 1. άπρεπος: Η συμπεριφορά του ήταν άκοσμη. 2. ακατάστατος, απεριποίητος: Αφήνει τον εαυτό της άκοσμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκοσμότερον — ἄκοσμος disorderly adverbial comp ἄκοσμος disorderly masc acc comp sg ἄκοσμος disorderly neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοσμοτάτων — ἄκοσμος disorderly fem gen superl pl ἄκοσμος disorderly masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοσμότατον — ἄκοσμος disorderly masc acc superl sg ἄκοσμος disorderly neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόσμως — ἄκοσμος disorderly adverbial ἄκοσμος disorderly masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκοσμον — ἄκοσμος disorderly masc/fem acc sg ἄκοσμος disorderly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοσμοτάτοιο — ἄκοσμος disorderly masc/neut gen superl sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοσμοτάτῳ — ἄκοσμος disorderly masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοσμότατος — ἄκοσμος disorderly masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”