ἄκοσμος — disorderly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκοσμος — η, ο (Α ἄκοσμος, ον) απρεπής, ανάρμοστος αρχ. 1. άτακτος, ακατάστατος 2. αστόλιστος 3. άσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόσμος. ΠΑΡ. ακοσμία αρχ. ἀκοσμήεις, ἀκοσμῶ] … Dictionary of Greek
άκοσμος — η, ο 1. άπρεπος: Η συμπεριφορά του ήταν άκοσμη. 2. ακατάστατος, απεριποίητος: Αφήνει τον εαυτό της άκοσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκοσμότερον — ἄκοσμος disorderly adverbial comp ἄκοσμος disorderly masc acc comp sg ἄκοσμος disorderly neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμοτάτων — ἄκοσμος disorderly fem gen superl pl ἄκοσμος disorderly masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμότατον — ἄκοσμος disorderly masc acc superl sg ἄκοσμος disorderly neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόσμως — ἄκοσμος disorderly adverbial ἄκοσμος disorderly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκοσμον — ἄκοσμος disorderly masc/fem acc sg ἄκοσμος disorderly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμοτάτοιο — ἄκοσμος disorderly masc/neut gen superl sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμοτάτῳ — ἄκοσμος disorderly masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοσμότατος — ἄκοσμος disorderly masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)